Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Με έμπνευση από ένα λαϊκό παραμύθι της Ηπείρου




  Το Σεμινάριο Δημιουργίας παραμυθιού ολοκληρώθηκε στο Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης. Ο νέος κύκλος θα ξεκινήσει -άνευ απροόπτου- την Πέμπτη 21 Ιανουαρίου.

Στο κλείσιμο είχαμε πολλά και ενδιαφέροντα, όπως μια εξαιρετική εισήγηση από την Γεωργία Μουντζούρη που μας έδειξε πόσο πολύ μπορεί να βοηθήσει το παραμύθι ώστε τα παιδιά να αγαπήσουν τα ...μαθηματικά! (Το βιβλίο της "Ο βασιλιάς των αριθμών) κυκλοφορεί εντός των ημερών από τις εκδόσεις Κέδρος)
Σε αυτή την τελευταία συνάντηση είχαμε μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Ένας από τους ...μαθητές, ο Νίκος Φώτης -Φεράτης, με έμπνευση από ένα λαϊκό παραμύθι της Ηπείρου, δημιούργησε ένα νέο, δικό του παραμύθι.
Για να καταλάβουμε την αξία και τη σημασία του εγχειρήματος, παραθέτουμε το λαϊκό παραμύθι και στη συνέχεια την εκδοχή του Νίκου

Η Κάλω και η Μάρω


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χήρα μάνα, που΄χε μια θυγατέρα και μια προγονή[1]. Τη θυγατέρα της την έλεγαν Κάλω και την προγονή της Μάρω. Η Κάλω ήταν άσχημη, ζηλιάρα και κακιά. Η Μάρω ήταν όμορφη και καλή και την αγαπούσε όλος ο κόσμος. Ζήλευε η μάνα που δεν ήταν ομορφότερη και καλύτερη η δικιά της θυγατέρα, κι ήθελε με κάθε τρόπο να ξεκάνει τη Μάρω.
Σαν ήρθαν τα Δωδεκαήμερα[2], που βγαίνουν τα κατσόινα[3] και πειράζουν τον κόσμο, αποφάσισε να στείλει τη Μάρω στο μύλο, τάχα για ν’αλέσει, αλλά ο σκοπός της ήταν να την πάρουν τα καψούρια[4]. Φορτώσαν το καλαμπόκι, το στάρι, ό,τι είχαν, στο μουλάρι και την έστειλε το βράδυ στο μύλο. Έφτασε η Μάρω στο μύλο, νύχτωσε. Να και τα καψούρια, βγήκαν από τις τρύπες και πήγαν κοντά στη Μάρω, που καρτερούσε να’ρθει η σειρά της ν’αλέσει, κι άρχισαν να την πειράζουν.
«Με παίρνεις εμένα για γαμπρό, Μάρω;», τη ρωτάει ο πρώτος.
«Σε παίαιαιρνωω», απαντάει αργά αργά η Μάρω.
«Με παίρνεις εμένα, Μάρω;», ρωτάει ο δεύτερος.
«Σε παίαιαιρνωω», απαντούσε πάλι αργά αργά η Μάρω, να περάσει η ώρα και να’ρθει το πρωί. Με παίρνεις εμένα, ο ένας, με παίρνεις εμένα, ο άλλος, ρωτούσαν όλοι με τη σειρά.
«Σε παίαιαιρνωω κι εσέεενα», απαντούσε όλο αργά αργά η Μάρω.
«Με παίλνεις κι εμένα Μάλω;», ρωτούσε κι ο μικρός.
«Σε παίαιαιρνωω και σέεενα», του’λεγε κι αυτουνού η Μάρω.
«Τι θέλει η νύφη, Μάρω;», ρωτούσαν πάλι τα κατσόινα.
«Η νύφη θέεελει φουστάαανιιι», είπε η Μάρω.
Μπρρρ, τα καψούρια, και πάν’ να φέρουν το φουστάνι της νύφης. Το ‘φέρναν και το ‘διναν στη Μάρω.
«Τι άλλο θέλει η νύφη, Μάρω;», ξαναρωτούσαν.
«Η νύφη θέεελει παπούουουτσιαααα», απαντούσε πάλι αργά αργά η Μάρω.
«Κακάιιιικου!», ελάλησε ο πρώτος πετεινός. Αρέντα[5] τα καψούρια κι ο μικρός από κοντά, να φέρουν τα παπούτσια της νύφης.
«Τι άλλο θέλει η νύφη, Μάρω;», ξαναρωτούσαν γρήγορα γρήγορα τα κατσόινα.
«Η νύφη θέεελει φακιόοολιιι[6]».
Τρέχαν παλι αυτά να φέρουν το φακιόλι της Μάρως.
«Τι θέλει ακόμα η νύφη, Μάρω;».
«Κακάιιιικουου!», ο δέυτερος, «Κακάιιικουου!», κι ο τρίτος πετεινός. Παρατούν τα κατσόινα τη Μάρω και τα προικιά και πάν’ να κρυφτούν, γιατί κόντευε να ξημερώσει.
Παίρνει η Μάρω τ’άλεσμα, το φορτώνει, βάνει και τα προικιά και μπαίνει κι αυτή καβάλα στα μεσοσάμαρα και σκεπάζεται με το τσόλι[7], να μη φαίνεται. Ξεκινάει το μουλάρι να γυρίσει σπίτι. Τα καψούρια κοίταζαν από τις τρύπες να δουν τη Μάρω, αλλά δεν την έβλεπαν. Μόνο ο μικρός κατάλαβε και φώναζε:
«Τσιάμαλα, τσιάμαλα!» Στα μεσοσάμαρα, στα μεσοσάμαρα!
Έφτασε η Μάρω στο σπίτι, κατεβαίνει απ’ το μουλάρι, ξεφορτώνει τ’ αλεύρι, παίρνει και τα προικιά, από τα κατσόινα, και μπαίνει μέσα. Μόλις τη βλέπει η μητριά, απόμεινα. Σαν είδε και τα προικιά, ζήλεψε και αποφασίζει το άλλο βράδυ να στείλει και τη δικιά της κόρη, την Κάλω, στο μύλο να της δώσουν κι αυτηνής φουστάνια και παπούτσια τα κατσόινα.
Ήρθε και τ’ άλλο βράδυ, φορτώνει το γέννημα[8] στο μουλάρι και στέλνει και την Κάλω στο μύλο. Φτάνει η Κάλω στο μύλο νύχτα. Βγαίνουν τα κατσόινα, πάνε στην Κάλω, που καρτέραγε στην αράδα ν’ αλέσει, κι αρχινάν να την πειράζουν.
«Με παίρνεις εμένα γαμπρό, Κάλω;», ρωτάει ο πρώτος.
«Όχι», απαντάει άγρια η Κάλω.
«Με παίρνεις εμένα, Κάλω;», ρωτάει κι ο δεύτερος.
«Μπλλλ», βγάζει τη γλώσσα η Κάλω.
«Με παίρνεις εμένα, Κάλω;», τη ρωτούν ένας ένας οι άλλοι.
«Μπλλλ», τους κοροϊδεύει η Κάλω.
«Με παίλνεις εμένα, Κάλω;», ρωτάει κι ο μικρός.
«Μπλλλ», τον κοροϊδεύει κι αυτόν.
«Τι θέλει η νύφη, Κάλω;», ρωτούν πάλι τα κατσόινα.
«Μπλλλ», τα ματακοροϊδεύει η Κάλω.
Σαν είδαν κι απόειδαν τα καψούρια, την πιάνουν και την κάνουν λιανά λιανά κοψίδια και τη μαζεύουν μέσα στο τσόλι.
Φορτώνουν τ’  άλεσμα στο μουλάρι, βάνουν και το τσόλι με την Κάλω στα μεσοσάμαρα και το χτυπάνε να πάει σπίτι.
Φτάνει το μουλάρι στο σπίτι και στέκεται μπροστά στην πόρτα. Το βλέπουν οι γειτόνοι και φωνάζουν τη μάνα. Κατεβαίνει χαρούμενη η μάνα, να ιδεί τι της έδωκαν τα καψούρια της Κάλως, μα πού η Κάλω! Κοιτάει από δω, κοιτάει από κει, φωνάζει, πουθενά η Κάλω. Κάνει να ξεφορτώσει το μουλάρι, πέφτει χάμω το τσόλι με την καημένη την Κάλω.
Έτσι την έπαθε η κακιά μητριά κι θυγατέρα της, που βασάνιζαν κι ήθελαν το κακό της Μάρως, της ορφανής.

Πηγή: Γιάννα Σέργη, Λαϊκά Παραμύθια της Ηπείρου, εκδόσεις Εν Πλω, 2008





[1] Παιδί από προηγούμενο γάμο
[2] Η εορταστική περίοδος από τις 25/12 έως τις 05/01
[3] Καλικάντζαροι
[4] Καλικάντζαροι
[5] Δρόμος, τρέξιμο
[6] Μαντίλι κεφαλής
[7] Κιλίμι, κουρέλι
[8] Σιτηρά




Η συνέχεια από τον Νίκο Φώτη Φεράτη -σημειώνω ότι η Ήπειρος είναι τόπος καταγωγής του:
 
Η σωτηρία της Μάρως

Μα η Μάρω είχε και άλλη αδερφή κακιά μα έξυπνη συνάμα, την Βάνιω.
Η Βάνιω λοιπόν για να εκδικηθεί το χαμό της αδερφής της τραβάει στον μύλο νύχτα.
Μαζώχνει τα καψούρια και τους λέγει ότι θα βοηθήσει να κλέψουν την Μάρω, αρκεί να ορκιστούν ότι θα την κλείσουν σε έναν οντά[1] και να μην ματαδεί το φως της ημέρας.
Επαίρνουν όρκο τα καλικατζαράκια και η Βάνιω τα δένει με ένα σχοινί μεγεμένο με μαύρη μαγεία, το ένα πίσω απ’τ’άλλο και την άκρη του σχοινιού την έδεσε στη μέση της.
Το’κάνε τούτο για να τα οδηγήσει στο σπίτι τους μέσα στο σκότος, γιατί οι καλικάντζαροι σα βγαίνουν όξω νύχτα, τραβάνε από’δω και από’κει και κάμνουν σκανταλιές.
Σα φτάσαν στο σπίτι τους, τα βάζει από τις χαραμάδες της πόρτας, στο δώμα της Μάρως και τα καψούρια παίρνουν σηκωτή την ορφανή και την πάνε στο μύλο.
Εκεί την βάνουν σε έναν οντά, αλυσοδεμένη, όλη μέρα να τους υπηρετεί. Να τους πλένει. Να τους μαγειρεύει. Να τους σκουπίζει. Να τους μπαλώνει τα ρούχα. Εκεί έκλαιγε τη μοίρα της, η καψερή, ωσότου ένα βράδυ από’ χε κοιμηθεί, είδε την μάνα της σαν όνειρο.
Μόνο που δεν ήταν όνειρο, για αλήθεια. Η μάνα της ήρθε και της έδωκε δυο καρύδια, δυο πέτρες και δυο παλάμες νερό αγιασμένο.
«Μάνα μου, γλυκιά μανούλα, τι να τα κάμω τούτα;» κρένει η Μάρω.
«Υπομονή ψυχούλα μου. Όταν θα έρθει ο καιρός, να βγεις από δω, ρίχτα πίσω σου αυτά και θα είσαι ασφαλής.» αποκρίνει το φάντασμα της μάνας της Μάρως.
Ένα βράδυ μετά από τούτη την επίσκεψη, ο Σαράντης από ‘χε ερωτευτεί την Μάρω, βρίσκει τον μύλο, βρίσκει και τον οντά που είναι κλειδωμένη η Μάρω.
Επαίρνει φόρα και σπάγει την πόρτα, έτσι βασταγερός και ψυχωμένος από ‘ταν και την ρίχνει κάτω.
Η Μάρω με το που αντικρίζει τον νιό, απέφτει στην αγκάλη του και τον παρακαλά.
«Α φύγε από δω Σαράντη. Έτσι και σε δουν τα κατσόινα, φρικτή μοίρα σε καρτερά.»
«Σώπασε Μάρω! Ήρθε και με ηύρε στον ύπνο στον ύπνο μου η μάνα σου. Και μο ‘πε πως σε έχει δασκαλέψει τι να κάμεις.»
Και δίνει μια στις αλυσίδες ο Σαράντης και τις κάνει θρύψαλα, έτσι αντρειωμένος που ήταν.
Βάνει την κόρη στην αγκάλη του και αρχινά να τρέχει όξω από τον μύλο.
Τα κατσόινα, απ’ τον σαματά βγήκαν από τις τρούπες τους και τους πήραν στο κατόπι.
Μια και δυο, έτσι σβέλτα καθώς είναι τα καψούρια και με τον Σαράντη φορτωμένο την Μάρω, κάνουν μερικές δρασκελιές και τους προκάμουν.
Τότες η Μάρω, πετά πίσω από τον Σαράντη τα καρύδια.
Να σου έξαφνα από το πουθενά! Φυτρώνει ένα πυκνό δάσος από καρυδιές και τα τελώνια χάσαν το δρόμο.
Μα τον ματαβρήκαν και τους προκάμανε πάλι.
Τότε η Μάρω πέταξε χάμω τις πέτρες και αυτές γινήκαν δυο θεόρατα βουνά.
Μα και αυτά μοναχά ταλαιπώρησε τα καλικατζάρια. Δεν τα σταμάτησε. Και τον ματαπροκάμανε τον Σαράντη με την ορφανή.
Τότε η Μάρω έχυσε κάτω το αγιασμένο νερό και αυτό γίνηκε θάλασσα αγιασμένη. Και τούτο το εμπόδιο δεν μπόραγαν να το περάσουν τα καψούρια.
Και έτσι ο Σαράντης και η Μάρω, γλύτωσαν και παντρεύτηκαν και γίνηκε ένα γλέντι τρικούβερτο. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.


[1] Δωμάτιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου